- λυκαινόμορφος
- λυκαινόμορφος -ον (Α)αυτός που έχει μορφή ή σχήμα λύκαινας, αυτός που μοιάζει με λύκαινα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκαινα + -μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό-μορφος, τερατό-μορφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυκαινομόρφους — λυκαινόμορφος she wolf shaped masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκαινομόρφων — λυκαινόμορφος she wolf shaped masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek